- τεκνοποίηση
- τεκνοποίησις, -ήσεως, η, ΝΜΑ [τεκνοποιῶ]το να γεννά, να αποκτά κανείς παιδιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεκνοποίηση — η τεκνογονία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεκνοποιήσῃ — τεκνοποιήσηι , τεκνοποίησις fem dat sg (epic) τεκνοποιέω bear children aor subj mid 2nd sg τεκνοποιέω bear children aor subj act 3rd sg τεκνοποιέω bear children fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτοκος — Μικρό ακατοίκητο νησάκι (υψόμ. 140 μ.) του νομού Κεφαλληνίας. Βρίσκεται ΒΑ της Ιθάκης. Υπάγεται διοικτικά στον δήμο Ιθάκης. * * * η, ο (AM ἄτοκος, ον) [τόκος] Ι. 1. ανίκανος για τεκνοποίηση, στείρος 2. αυτός που δεν έχει τεκνοποιήσει ακόμη 3.… … Dictionary of Greek
ατοκία — η (AM ἀτοκία) [άτοκος (Ι)] 1. ανικανότητα για τεκνοποίηση, στειρότητα 2. αγονία, ακαρπία … Dictionary of Greek
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
γόνος — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… … Dictionary of Greek
διαφιλοτεκνώ — διαφιλοτεκνῶ ( έω) (Α) επιμένω στη φιλοτεκνία, την τεκνοποίηση … Dictionary of Greek
παιδοποίηση — η (Α παιδοποίησις) [παιδοποιώ] η τεκνοποίηση, η παιδοποιία … Dictionary of Greek
παιδοποιήσιμος — παιδοποιήσιμος, ον (Α) [παιδοποίησις] ικανός για παιδοποιία, για τεκνοποίηση … Dictionary of Greek
τεκνοποιία — η, ΝΜΑ [τεκνοποιός] η τεκνοποίηση αρχ. υιοθεσία παιδιού … Dictionary of Greek